προπερυσιν

προπερυσιν
    προπέρυσιν
    προ-πέρῠσῐ(ν)
    adv. два года тому назад или в позапрошлом году Lys., Plat., Dem.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "προπερυσιν" в других словарях:

  • προπέρυσιν — προπέρυσι two years ago indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπέρυσι — ΝΜΑ, και πρόπερσι Ν, προπέρυσιν και αττ. τ. πρωπέρυσιν Α επίρρ. κατά το χρονικό διάστημα που προηγήθηκε τού περασμένου έτους, ένα έτος πριν από το περυσινό, πριν από δύο χρόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πέρυσι* / πέρσι] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»